ὑπερθέου

ὑπερθέου
ὑπέρθεος
more than God
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κυριότητα — (Νομ.). Το εμπράγματο δικαίωμα με το οποίο εκφράζεται η πλήρης εξουσία ενός προσώπου πάνω σε ένα πράγμα. Ο ελληνικός Αστικός Κώδικας (Α.Κ.) –αντίθετα με άλλους ευρωπαϊκούς– δε δίνει τον ορισμό της κ. Το ίδιο συμβαίνει και με το ρωμαϊκό δίκαιο, αν …   Dictionary of Greek

  • υπερθεότης — ητος, ἡ, Α [ὑπέρθεος] η ιδιότητα τού ὑπερθέου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”